οικία

οικία
Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι.
* * *
η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία)
στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε καταλιπόντας καὶ ἱερά», Θουκ)
αρχ.
1. διαμέρισμα, τμήμα σπιτιού, δωμάτιο
2. (αττ. δίκ.) το κτήριο τής διαμονής, σε αντιδιαστολή με τον οίκο, που δήλωνε όλη την περιουσία, κινητή και ακίνητη, τού ιδιοκτήτη
3. οικιακός εξοπλισμός, οικοσκευή
6. όσοι ζουν μέσα στο σπίτι, οικογένεια, φαμίλια
7. συνεκδ. το γένος από το οποίο κατάγεται κανείς, η γενιά, το σόι
8. (με ειδική σημ.) ιατρική σχολή
9. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας» — επιστάτης, οικονόμος
β) «κατ' οἰκίαν» και «κατ' οἰκίας» και «ἐπὶ τῆς οἰκίας» — στο σπίτι, κατ' οίκον, οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος. Η λ. οἶκος έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τη λ. οἰκία, γιατί, εκτός από την οικογένεια και τον τόπο διαμονής τής οικογένειας, δήλωνε και ολόκληρη την πατρική περιουσία, καθετί που έχει στην κατοχή του ο οικοδεσπότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκία — οἰκίᾱ , οἰκία building fem nom/voc/acc dual οἰκίᾱ , οἰκία building fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκίον house neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκίᾳ — οἰκίαι , οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικία — η σπίτι, κατοικία, οίκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκίας — οἰκίᾱς , οἰκία building fem acc pl οἰκίᾱς , οἰκία building fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκίαι — οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκίαν — οἰκίᾱν , οἰκία building fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιᾶν — οἰκία building fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιέων — οἰκία building fem gen pl (epic ionic) οἰκίζω found as a colony fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιῶν — οἰκία building fem gen pl οἰκίζω found as a colony fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκίαιν — οἰκία building fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”